- σχέδην
- ΝΜΑεπίρρ. νεοελλ. (λόγιος τ.) ναυτ. (παράγγελμα σχετικά με συρόμενο σχοινί) ήρεμαμσν.-αρχ.από πολύ κοντά, εκ τού σύνεγγυςαρχ.σιγά σιγά («σχέδην εἰς τὰ ἱερὰ διελαύνειν», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (πρβλ. αόρ. ἔ-σχ-ον, σχέσθαι) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. ἀνέ-δην, μίγ-δην). Το επίρρ. εμφανίζει τόσο τη σημ. τού επιρρ. σχεδόν* «κοντά» όσο και την αρχική σημ. τής ρίζας τού ἔχω *segh- «κρατώ γερά, συγκρατώ»].
Dictionary of Greek. 2013.